ακροσφαίρια

ακροσφαίρια
ἀκροσφαίρια, τα (Μ)
οι ρόγες τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σφαιρίον, υποκορ. < σφαῖρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”